Ἀσσυρίας

Ἀσσυρίας
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσύρια
fem acc pl
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσύρια
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσύριος
the Assyrians
fem acc pl
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσύριος
the Assyrians
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσυρία
the Assyrians
fem acc pl (ionic)
Ἀσσυρίᾱς , Ἀσσυρία
the Assyrians
fem gen sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σαλμανασάρ — Όνομα βασιλιάδων της Ασσυρίας, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’. Γιος και διάδοχος του Αντάντ Νιραρί A’ (περ. 1273 περ. 1244 π.Χ.). Κατάκτησε τη Ν. Αρμενία, τη Β. Μεσοποταμία και τη Δ. Μικρά Ασία, και αφαίρεσε την Καρκεμίς από… …   Dictionary of Greek

  • Σεμίραμις — I Ελληνοποιημένος τύπος του συριακού Σαμμουραμάτ, όνομα θρυλικής Ασσυρίας βασίλισσας, τις περιπέτειες της οποίας διηγούνται διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, η Σ. ήταν σύζυγος του βασιλιά Νίνου και μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Αδιαβηνή — Αρχαία χώρα της βόρειας Ασσυρίας, στην περιοχή του σημερινού Κουρδιστάν. Τμήμα αρχικά της Ασσυρίας, υποτάχθηκε έπειτα στους Πέρσες. Το 40 μ.Χ. ο βασιλιάς της Ιζάτης ασπάστηκε την ιουδαϊκή θρησκεία και έχτισε στην Ιερουσαλήμ μαυσωλείο, γνωστό ως… …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Νιμρούδ — Ονομασία λοφίσκων της Ασσυρίας, οι οποίοι αποτελούν τα τελευταία των αντερεισμάτων του όρους Τζεμπέλ Μακλούμπ και βρίσκονται στη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Άνω Ζαμπ, νότια της αρχαίας Νινευί. Τα ερείπια που υπάρχουν στην περιοχή αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Καρδούχοι — Αρχαίος λαός, που κατοικούσε σε μια ορεινή περιοχή μεταξύ Αρμενίας και Ασσυρίας, η οποία ταυτίζεται από πολλούς με τον τόπο όπου σήμερα είναι εγκατεστημένοι οι Κούρδοι. Πολεμικός λαός, οι Κ. ήταν επιδέξιοι τοξότες και μεταχειρίζονταν μακριά βέλη …   Dictionary of Greek

  • ασσύριος — ία, ιο (Μ ἀσσύριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει στην Ασσυρία ή στους Ασσυρίους 2. (ως κύριο όνομα) ο κάτοικος της Ασσυρίας …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”